冯 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

冯 ελληνικός ορισμός

píng

  • to gallop
  • to assist
  • to attack
  • to wade
  • great
  • old variant of 憑|凭[ping2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : βασίζομαι σε
  • : (onom.) bang! (gong, gun firing etc);
  • : a plain; ping, unit of area equal to 3.3 square meters (used in Japan and Taiwan);
  • : οθόνη
  • : shelter, screen, awning;
  • : επίπεδο
  • : chess-like game;
  • : sound of water splashing;
  • : wash; bleach (fabric);
  • : name of one kind of jade;
  • : μπουκάλι
  • : μήλο
  • : duckweed;
  • : σχόλιο
  • 軿 : curtained carriage used by women; to gather together; to assemble;
  • : family of flatfish; sole;