刷
刷 ελληνικός ορισμός
shuā
- βούρτσα
shuā
- βούρτσα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 唰 : (onom.) swishing; rustling;
Παραδείγματα ποινών με 刷
-
睡觉前要刷牙。
Shuìjiào qián yào shuāyá. -
我带的现金不太多,但是商店可以刷卡。
Wǒ dài de xiànjīn bù tài duō, dànshì shāngdiàn kěyǐ shuākǎ.
Λέξεις που περιέχουν 刷, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 刷牙 (shuā yá) : βούρτσισε τα δόντια σου
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 印刷 (yìn shuā) : τυπώνω