刷 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

刷 ελληνικός ορισμός

shuā

  • βούρτσα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (onom.) swishing; rustling;

Παραδείγματα ποινών με 刷

  • 睡觉前要刷牙。
    Shuìjiào qián yào shuāyá.
  • 我带的现金不太多,但是商店可以刷卡。
    Wǒ dài de xiànjīn bù tài duō, dànshì shāngdiàn kěyǐ shuākǎ.

Λέξεις που περιέχουν 刷, ανά επίπεδο HSK