牙
牙 ελληνικός ορισμός
yá
- δόντι
yá
- δόντι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 牙
-
睡觉前要刷牙。
Shuìjiào qián yào shuāyá. -
牙膏用完了,明天去买吧。
Yágāo yòng wánliǎo, míngtiān qù mǎi ba.
Λέξεις που περιέχουν 牙, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 刷牙 (shuā yá) : βούρτσισε τα δόντια σου
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 牙膏 (yá gāo) : οδοντόκρεμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 牙齿 (yá chǐ ) : δόντι