牙 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

牙 ελληνικός ορισμός

  • δόντι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (dialect) child;
  • : old form of 崖 (cliff) and 涯 (bank);
  • : γκρεμός
  • : the coconut tree; rim;
  • : border; horizon; shore;
  • : used in place names; see 瑯琊山|琅玡山[Lang2 ya2 shan1];
  • : corner of the eye; to stare;
  • : μπουμπούκι
  • : aphis;
  • : office; yamen 衙門|衙门;

Παραδείγματα ποινών με 牙

  • 睡觉前要刷牙。
    Shuìjiào qián yào shuāyá.
  • 牙膏用完了,明天去买吧。
    Yágāo yòng wánliǎo, míngtiān qù mǎi ba.

Λέξεις που περιέχουν 牙, ανά επίπεδο HSK