削
削 ελληνικός ορισμός
xuē
- τομή
xuē
- τομή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 削, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 剥削 (bō xuē) : εκμεταλλεύομαι
-
削 (xuē ): τομή
- 削弱 (xuē ruò) : αποδυναμώνω