労 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

労 ελληνικός ορισμός

láo

  • Japanese variant of 勞|劳

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : εργασία
  • : φλυαρία
  • : name of a mountain in Shandong;
  • : φυλακή
  • : tuberculosis;
  • : wine or liquor with sediment;
  • : lawrencium (chemistry);