牢 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

牢 ελληνικός ορισμός

láo

  • φυλακή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : εργασία
  • : Japanese variant of 勞|劳;
  • : φλυαρία
  • : name of a mountain in Shandong;
  • : tuberculosis;
  • : wine or liquor with sediment;
  • : lawrencium (chemistry);

Λέξεις που περιέχουν 牢, ανά επίπεδο HSK