浓厚 έννοια και προφορά

浓厚
Απλοποιημένη λέξη
濃厚
Παραδοσιακή λέξη

浓厚 ελληνικός ορισμός

nóng hòu

  • ισχυρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nóng): συμπυκνωμένος
  • (hòu): πυκνός