叩 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

叩 ελληνικός ορισμός

kòu

  • to knock
  • to kowtow

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to invade; to plunder; bandit; foe; enemy;
  • : πόρπη
  • : (a measure of width of cloth);
  • : healds of a loom;
  • : fledglings;