筘 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 筘 ελληνικός ορισμός kòu (a measure of width of cloth) Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 叩 : to knock; to kowtow; 寇 : to invade; to plunder; bandit; foe; enemy; 扣 : πόρπη 簆 : healds of a loom; 鷇 : fledglings; 鷇 跍