扣
扣 ελληνικός ορισμός
kòu
- πόρπη
kòu
- πόρπη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 扣, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
扣 (kòu ): πόρπη
- 纽扣儿 (niǔ kòu r) : κουμπιά
-