唆
唆 ελληνικός ορισμός
suō
- ηθικος αυτουργος
suō
- ηθικος αυτουργος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 傞 : uneven; unsteady (in dancing);
- 嗍 : to suck; Taiwan pr. [shuo4];
- 娑 : (phonetic); see 婆娑[po2 suo1];
- 挲 : feel; to fondle;
- 桫 : horse chestnut; Stewartia pseudocamellia (botany);
- 梭 : shuttle (textiles); to move back and fro;
- 睃 : to squint at;
- 缩 : μαζεύω
- 羧 : carboxyl radical (chemistry);
- 蓑 : rain coat made of straw etc;
- 蹜 : walk carefully;
Λέξεις που περιέχουν 唆, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 啰唆 (luō suo) : ενοχλητικός