羧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

羧 ελληνικός ορισμός

suō

  • carboxyl radical (chemistry)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : uneven; unsteady (in dancing);
  • : ηθικος αυτουργος
  • : to suck; Taiwan pr. [shuo4];
  • : (phonetic); see 婆娑[po2 suo1];
  • : feel; to fondle;
  • : horse chestnut; Stewartia pseudocamellia (botany);
  • : shuttle (textiles); to move back and fro;
  • : to squint at;
  • : μαζεύω
  • : rain coat made of straw etc;
  • : walk carefully;