缩
縮
缩 ελληνικός ορισμός
suō
- μαζεύω
suō
- μαζεύω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 傞 : uneven; unsteady (in dancing);
- 唆 : ηθικος αυτουργος
- 嗍 : to suck; Taiwan pr. [shuo4];
- 娑 : (phonetic); see 婆娑[po2 suo1];
- 挲 : feel; to fondle;
- 桫 : horse chestnut; Stewartia pseudocamellia (botany);
- 梭 : shuttle (textiles); to move back and fro;
- 睃 : to squint at;
- 羧 : carboxyl radical (chemistry);
- 蓑 : rain coat made of straw etc;
- 蹜 : walk carefully;
Λέξεις που περιέχουν 缩, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 缩短 (suō duǎn) : βραχύνω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 收缩 (shōu suō) : μαζεύω
- 压缩 (yā suō) : συμπίεση