唾
唾 ελληνικός ορισμός
tuò
- σάλιο
tuò
- σάλιο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 唾, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 唾弃 (tuò qì ) : θέτω στην άκρη