埜 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 埜 ελληνικός ορισμός yě wild Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 也 : και επίσης 冶 : to smelt; to cast; seductive in appearance; 嘢 : thing; matter (Cantonese); see also 乜嘢[mie1 ye3]; 漜 : mud; 野 : άγριος 堯 枼