妹 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

妹 ελληνικός ορισμός

mèi

  • αδελφή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to fawn on; to flatter
  • : to sleep soundly;
  • : αμαθής
  • : dawn; place name;
  • : be radiant; flaming; drought;
  • : disease caused by anxiety;
  • : blind; imperceptive;
  • : a kind of bamboo;
  • : sleeve of a robe;
  • : a grass that gives red dye;
  • : γοητεία

Παραδείγματα ποινών με 妹

  • 我家有妈妈、爸爸、妹妹和我。
    Wǒjiā yǒu māmā, bàba, mèimei hé wǒ.
  • 给你介绍我妹妹。
    Gěi nǐ jièshào wǒ mèimei.
  • 我有两个妹妹。
    Wǒ yǒu liǎng gè mèimei.
  • 妹妹会唱歌,也会跳舞。
    Mèimei huì chànggē, yě huì tiàowǔ.
  • 妹妹不但……喜欢唱歌,不但……爱跳舞。
    Mèimei bùdàn……xǐhuān chànggē, bùdàn……ài tiàowǔ.

Λέξεις που περιέχουν 妹, ανά επίπεδο HSK