宙
宙 ελληνικός ορισμός
zhòu
- σύμπαν
zhòu
- σύμπαν
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㑇 : (old) beautiful; clever;
- 咒 : incantation; magic spell; curse; malediction; to revile; to put a curse on sb;
- 咮 : beak of bird; peck at;
- 怞 : to grieve; sorrowful;
- 昼 : ημέρα
- 甃 : brickwork of well;
- 皱 : ρυτίδα
- 籀 : (writing); to develop; seal script used throughout the pre-Han period;
- 纣 : saddle crupper (harness strap on horse's back);
- 绉 : crepe; wrinkle;
- 胄 : helmet; descendants;
- 酎 : strong wine;
- 骤 : αιφνίδιος
Λέξεις που περιέχουν 宙, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 宇宙 (yǔ zhòu) : σύμπαν