尹 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

尹 ελληνικός ορισμός

yǐn

  • to administer
  • to oversee
  • to run
  • magistrate (old)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : component in Chinese character 殷[yin1];
  • : cautious;
  • : οδηγω
  • : tool used for shaping wood (old);
  • : tool used for shaping wood (old); old variant of 檃[yin3];
  • : εθισμός
  • : (onom.) sound of thunder;
  • : long;
  • : earthworm;
  • : the earthworm;
  • : κρυμμένος
  • : Japanese variant of 隱|隐[yin3];
  • : hidden
  • : traces (of a carriage);
  • : ποτό