引 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

引 ελληνικός ορισμός

yǐn

  • οδηγω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : component in Chinese character 殷[yin1];
  • : cautious;
  • : to administer; to oversee; to run; magistrate (old);
  • : tool used for shaping wood (old);
  • : tool used for shaping wood (old); old variant of 檃[yin3];
  • : εθισμός
  • : (onom.) sound of thunder;
  • : long;
  • : earthworm;
  • : the earthworm;
  • : κρυμμένος
  • : Japanese variant of 隱|隐[yin3];
  • : hidden
  • : traces (of a carriage);
  • : ποτό

Παραδείγματα ποινών με 引

  • 这部电影很吸引人。
    Zhè bù diànyǐng hěn xīyǐn rén.
  • 这件事引起了大家的不满。
    Zhè jiàn shì yǐnqǐle dàjiā de bùmǎn.

Λέξεις που περιέχουν 引, ανά επίπεδο HSK