弰 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

弰 ελληνικός ορισμός

shāo

  • ends of a bow

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : παίρνω μαζί
  • : serrated edges on a Chinese flag;
  • : υπόδειξη
  • : έγκαυμα
  • : Japanese variant of 燒|烧;
  • : λίγο
  • : pot-scrubbing brush made of bamboo strips; basket (container) for chopsticks; variant of 筲[shao1];
  • : stern of boat;
  • : jungle grass; lair;
  • : long-legged spider;
  • : tail of a comet; long hair;