稍
稍 ελληνικός ορισμός
shāo
- λίγο
shāo
- λίγο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 弰 : ends of a bow;
- 捎 : παίρνω μαζί
- 旓 : serrated edges on a Chinese flag;
- 梢 : υπόδειξη
- 烧 : έγκαυμα
- 焼 : Japanese variant of 燒|烧;
- 筲 : pot-scrubbing brush made of bamboo strips; basket (container) for chopsticks; variant of 筲[shao1];
- 艄 : stern of boat;
- 莦 : jungle grass; lair;
- 蛸 : long-legged spider;
- 髾 : tail of a comet; long hair;
Παραδείγματα ποινών με 稍
-
稍微一马虎就会出错。
Shāowéi yī mǎhǔ jiù huì chūcuò.