慕
慕 ελληνικός ορισμός
mù
- θαυμάζω
mù
- θαυμάζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㣎 : 絭
- 仫 : name of tribe; see 仫佬族[Mu4 lao3 zu2], Mulao ethnic group of Guangxi;
- 募 : canvass for contributions; to recruit; to collect; to raise;
- 墓 : τάφος
- 幕 : οθόνη
- 暮 : evening; sunset;
- 木 : ξύλο
- 楘 : ornaments on chariot-shaft;
- 沐 : μου
- 牧 : κτηνοτροφία
- 目 : είδος
- 睦 : αρμονία
- 穆 : solemn; reverent; calm; burial position in an ancestral tomb (old); old variant of 默;
- 苜 : clover;
- 钼 : molybdenum (chemistry);
- 霂 : drizzle; fine rain;
Παραδείγματα ποινών με 慕
-
我很羡慕他有一份好工作。
Wǒ hěn xiànmù tā yǒu yī fèn hǎo gōngzuò.
Λέξεις που περιέχουν 慕, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 羡慕 (xiàn mù) : ζηλεύω