扭
扭 ελληνικός ορισμός
niǔ
- συστροφή
niǔ
- συστροφή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 扭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 别扭 (biè niu) : αδέξιος
- 扭转 (niǔ zhuǎn) : συστροφή