纽
紐
纽 ελληνικός ορισμός
niǔ
- νέος
niǔ
- νέος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 纽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 纽扣儿 (niǔ kòu r) : κουμπιά