招 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

招 ελληνικός ορισμός

zhāo

  • τέχνασμα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : bright; clear; manifest; to show clearly;
  • : sickle;
  • : to encourage; to cut; to strain;
  • : (horse);

Παραδείγματα ποινών με 招

  • 他很优秀,不过不符合公司的招聘条件。
    Tā hěn yōuxiù, bùguò bu fúhé gōngsī de zhāopìn tiáojiàn.
  • 他笑着和我打招呼。
    Tā xiàozhe hé wǒ dǎzhāohū.
  • 她很符合我们的招聘条件。
    Tā hěn fúhé wǒmen de zhāopìn tiáojiàn.
  • 网站上有很多招聘信息。
    Wǎngzhàn shàng yǒu hěnduō zhāopìn xìnxī.

Λέξεις που περιέχουν 招, ανά επίπεδο HSK