招聘 έννοια και προφορά

招聘
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

招聘 ελληνικός ορισμός

zhāo pìn

  • προσληψη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhāo): τέχνασμα
  • (pìn): ενοικίαση

Παραδείγματα ποινών με 招聘

  • 他很优秀,不过不符合公司的招聘条件。
    Tā hěn yōuxiù, bùguò bu fúhé gōngsī de zhāopìn tiáojiàn.
  • 她很符合我们的招聘条件。
    Tā hěn fúhé wǒmen de zhāopìn tiáojiàn.
  • 网站上有很多招聘信息。
    Wǎngzhàn shàng yǒu hěnduō zhāopìn xìnxī.