拡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

拡 ελληνικός ορισμός

kuò

  • Japanese variant of 擴|扩

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : περίγραμμα
  • : επεκτείνουν
  • : περιλαμβάνω
  • : clashing of two currents;
  • : snail; slug; mole cricket;
  • : πλατύς
  • : leather;
  • : hair rolled up in a bun;