括 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

括 ελληνικός ορισμός

kuò

  • περιλαμβάνω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : περίγραμμα
  • : επεκτείνουν
  • : Japanese variant of 擴|扩;
  • : clashing of two currents;
  • : snail; slug; mole cricket;
  • : πλατύς
  • : leather;
  • : hair rolled up in a bun;

Παραδείγματα ποινών με 括

  • 包括张老师在内,教室里一共有 10 个人。
    Bāokuò zhāng lǎoshī zài nèi, jiàoshì lǐ yīgòng yǒu 10 gèrén.
  • 我买的水果很多,其中包括葡萄。
    Wǒ mǎi de shuǐguǒ hěnduō, qízhōng bāokuò pútáo.

Λέξεις που περιέχουν 括, ανά επίπεδο HSK