搭
搭 ελληνικός ορισμός
dā
- παίρνω
dā
- παίρνω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 搭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
搭 (dā): παίρνω
- 搭档 (dā dàng) : εταίρος
- 搭配 (dā pèi) : αγώνας
-