攻
攻 ελληνικός ορισμός
gōng
- επίθεση
gōng
- επίθεση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 攻, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 攻击 (gōng jī) : επίθεση
- 攻克 (gōng kè) : πιάνω
- 进攻 (jìn gōng) : επίθεση