进攻 έννοια και προφορά

进攻
Απλοποιημένη λέξη
進攻
Παραδοσιακή λέξη

进攻 ελληνικός ορισμός

jìn gōng

  • επίθεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jìn): προκαταβολή
  • (gōng): επίθεση