敢
敢 ελληνικός ορισμός
gǎn
- τολμώ
gǎn
- τολμώ
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 敢
-
哥哥是一个很勇敢的人。
Gēgē shì yīgè hěn yǒnggǎn de rén. -
天太黑了,我不敢一个人出去。
Tiān tài hēile, wǒ bù gǎn yīgèrén chūqù.
Λέξεις που περιέχουν 敢, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
敢 (gǎn): τολμώ
- 勇敢 (yǒng gǎn) : γενναίος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 不敢当 (bù gǎn dāng) : μην τολμήσεις