昏
昏 ελληνικός ορισμός
hūn
- λιποθυμία
hūn
- λιποθυμία
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 昏, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 黄昏 (huáng hūn) : σούρουπο
- 昏迷 (hūn mí) : κώμα