荤
葷
荤 ελληνικός ορισμός
hūn
- κρέας
hūn
- κρέας
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 荤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
荤 (hūn ): κρέας
-