映 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

映 ελληνικός ορισμός

yìng

  • κατοπτρίζω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : maid escorting bride to new home; concubine;
  • : Japanese variant of 應|应;
  • : σκληρά
  • : pearls or shells strung together;

Λέξεις που περιέχουν 映, ανά επίπεδο HSK