枯
枯 ελληνικός ορισμός
kū
- στεγνός
kū
- στεγνός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 枯, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 枯萎 (kū wěi ) : μαραμένο
- 枯燥 (kū zào) : αμβλύς