枯萎 έννοια και προφορά

枯萎
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

枯萎 ελληνικός ορισμός

kū wěi

  • μαραμένο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kū): στεγνός
  • (wēi): μαραίνω