橇 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 橇 ελληνικός ορισμός qiāo sled sleigh Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 劁 : to neuter livestock; 墝 : stony soil; 悄 : ησυχια 敲 : χτύπημα 硗 : stony soil; 缲 : to reel silk from cocoons; 跷 : to raise one's foot; to stand on tiptoe; stilts; 锹 : shovel; spade; 硗 锹