敲 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

敲 ελληνικός ορισμός

qiāo

  • χτύπημα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to neuter livestock;
  • : stony soil;
  • : ησυχια
  • : sled; sleigh;
  • : stony soil;
  • : to reel silk from cocoons;
  • : to raise one's foot; to stand on tiptoe; stilts;
  • : shovel; spade;

Παραδείγματα ποινών με 敲

  • 有人敲门,你去看看谁来了。
    Yǒurén qiāo mén, nǐ qù kàn kàn shuí láile.

Λέξεις που περιέχουν 敲, ανά επίπεδο HSK