汀 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

汀 ελληνικός ορισμός

tīng

  • sandbar
  • shoal
  • sandbank

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αίθουσα
  • : ακούω
  • : Japanese variant of 廳|厅;
  • : bed side stand;
  • : hydrocarbon;
  • : silk braided cord;
  • : Japanese variant of 聽|听;