听 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

听 ελληνικός ορισμός

tīng

  • ακούω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αίθουσα
  • : Japanese variant of 廳|厅;
  • : bed side stand;
  • : sandbar; shoal; sandbank;
  • : hydrocarbon;
  • : silk braided cord;
  • : Japanese variant of 聽|听;

Παραδείγματα ποινών με 听

  • 那些学生不听老师。
    Nàxiē xuéshēng bù tīng lǎoshī.
  • 你听我说,好吗?
    Nǐ tīng wǒ shuō, hǎo ma?
  • 你听,谁来了?
    Nǐ tīng, shuí láile?
  • 这件事儿,我听你的。
    Zhè jiàn shì er, wǒ tīng nǐ de.
  • 听到他这么说,我们都笑了。
    Tīng dào tā zhème shuō, wǒmen dōu xiàole.

Λέξεις που περιέχουν 听, ανά επίπεδο HSK