涕
涕 ελληνικός ορισμός
tì
- σχίσιμο
tì
- σχίσιμο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 倜 : energetic; exalted; magnanimous;
- 剃 : to shave;
- 嚏 : φτάρνισμα
- 屉 : συρτάρι
- 悌 : to do one's duty as a younger brother;
- 悐 : respect, regard; to stand in awe of, to be alarmed;
- 惕 : προσεχτικός
- 揥 : get rid of; ivory hairpin;
- 替 : για
- 殢 : fatigue;
- 洟 : nasal mucus; Taiwan pr. [yi2];
- 籊 : long bamboo (for fishing rod);
- 裼 : baby's quilt;
- 趯 : to jump; way of stroke in calligraphy;
- 逖 : far;
Λέξεις που περιέχουν 涕, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 鼻涕 (bí tì) : μύτη