溺 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

溺 ελληνικός ορισμός

  • to drown
  • to indulge
  • addicted to
  • to spoil (a child)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά