漤 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

漤 ελληνικός ορισμός

lǎn

  • to soak (fruits) in hot water or limewater to remove astringent taste
  • to marinate in salt etc
  • to pickle

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : disappointed;
  • : τεμπέλης
  • : to monopolize; to seize; to take into one's arms; to embrace; to fasten (with a rope etc); to take on (responsibility etc); to canvass;
  • : olive;
  • : cable; hawser; to moor;
  • : Japanese variant of 覽|览;
  • : θέα