懒
懶
懒 ελληνικός ορισμός
lǎn
- τεμπέλης
lǎn
- τεμπέλης
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 壈 : disappointed;
- 揽 : to monopolize; to seize; to take into one's arms; to embrace; to fasten (with a rope etc); to take on (responsibility etc); to canvass;
- 榄 : olive;
- 漤 : to soak (fruits) in hot water or limewater to remove astringent taste; to marinate in salt etc; to pickle;
- 缆 : cable; hawser; to moor;
- 覧 : Japanese variant of 覽|览;
- 览 : θέα
Παραδείγματα ποινών με 懒
-
我家的小猫很懒,一个下午都在睡觉。
Wǒ jiā de xiǎo māo hěn lǎn, yīgè xiàwǔ dōu zài shuìjiào.
Λέξεις που περιέχουν 懒, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
懒 (lǎn): τεμπέλης
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 懒惰 (lǎn duò) : τεμπέλης