览
覽
览 ελληνικός ορισμός
lǎn
- θέα
lǎn
- θέα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 壈 : disappointed;
- 懒 : τεμπέλης
- 揽 : to monopolize; to seize; to take into one's arms; to embrace; to fasten (with a rope etc); to take on (responsibility etc); to canvass;
- 榄 : olive;
- 漤 : to soak (fruits) in hot water or limewater to remove astringent taste; to marinate in salt etc; to pickle;
- 缆 : cable; hawser; to moor;
- 覧 : Japanese variant of 覽|览;
Λέξεις που περιέχουν 览, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 浏览 (liú lǎn) : ξεφυλλίζω
- 游览 (yóu lǎn) : περιοδεία
- 展览 (zhǎn lǎn) : έκθεση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 博览会 (bó lǎn huì) : εκθεση