烝 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

烝 ελληνικός ορισμός

zhēng

  • multitudinous
  • the masses
  • to present (to sb)
  • to rise
  • to advance
  • to progress
  • archaic variant of 蒸[zheng1]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : πάλη
  • : 𤰶
  • : excel; lofty;
  • : σημάδι
  • : Japanese variant of 徵|征;
  • : to stare blankly; startled;
  • : κερδίζω
  • : Fight
  • : hideous; fierce-looking;
  • : ανοικτά μάτια
  • : guzheng or long zither; long zither with 13 to 16 strings, developed from guqin 古琴 during Tang and Song times; Japanese koto;
  • : bamboo;
  • : ατμός
  • : gong used to halt troops;
  • : clang of metals; small gong;