睁
睜
睁 ελληνικός ορισμός
zhēng
- ανοικτά μάτια
zhēng
- ανοικτά μάτια
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 争 : πάλη
- 凧 : 𤰶
- 峥 : excel; lofty;
- 征 : σημάδι
- 徴 : Japanese variant of 徵|征;
- 怔 : to stare blankly; startled;
- 挣 : κερδίζω
- 烝 : multitudinous; the masses; to present (to sb); to rise; to advance; to progress; archaic variant of 蒸[zheng1];
- 爭 : Fight
- 狰 : hideous; fierce-looking;
- 筝 : guzheng or long zither; long zither with 13 to 16 strings, developed from guqin 古琴 during Tang and Song times; Japanese koto;
- 篜 : bamboo;
- 蒸 : ατμός
- 钲 : gong used to halt troops;
- 铮 : clang of metals; small gong;
Λέξεις που περιέχουν 睁, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
睁 (zhēng): ανοικτά μάτια
-