烟 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

烟 ελληνικός ορισμός

yān

  • καπνός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : name of an immortal; ancient place name; surname Yan;
  • : correct; suitable; to suit sb; just now (Cantonese);
  • : captivating;
  • : name of a mountain in Gansu;
  • : dark red;
  • : πλημμύρισε
  • : to inundate; to bury; to cover up; obscured; submerged;
  • : where; how;
  • : Yan, a vassal state of Zhou in modern Hebei and Liaoning; north Hebei; the four Yan kingdoms of the Sixteen Kingdoms, namely: Former Yan 前燕 (337-370), Later Yan 後燕|后燕 (384-409), Southern Yan 南燕 (398-410), Northern Yan 北燕 (409-436); surname Yan;
  • : a kind of jade;
  • : black bamboo;
  • : rouge;
  • : to salt; to pickle; to cure (meat); to marinate;
  • : to castrate; a castrate; neuter;

Παραδείγματα ποινών με 烟

  • 对不起,医院里不能抽烟。
    Duìbùqǐ, yīyuàn lǐ bùnéng chōuyān.
  • 在森林里吸烟很危险,容易着火。
    Zài sēnlín lǐ xīyān hěn wéixiǎn, róngyì zháohuǒ.
  • 公共场所禁止抽烟。
    Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.

Λέξεις που περιέχουν 烟, ανά επίπεδο HSK