燥
燥 ελληνικός ορισμός
zào
- στεγνός
zào
- στεγνός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 喿 : chirping of birds;
- 噪 : θόρυβος
- 慥 : sincere;
- 梍 : Chinese honey locust (Gleditsia sinensis); now written zào jiá 皂莢|皂荚;
- 灶 : κουζίνα
- 皁 : black; police runners, from the black clothes formerly worn by them;
- 皂 : σαπούνι
- 簉 : deputy; subordinate; concubine;
- 趮 : easily provoked, hasty; fierce, cruel;
- 躁 : ανυπόμονος
- 造 : φτιαχνω, κανω
Λέξεις που περιέχουν 燥, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 干燥 (gān zào) : στεγνός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 枯燥 (kū zào) : αμβλύς